14 Ιανουαρίου 2018

Αυταπάτη και η αύξηση του κατώτατου μισθού

Η πολιτική υπόσχεση της υπουργού Εργασίας Εφης Αχτσιόγλου για αύξηση του κατώτατου μισθού, που για πολλούς μυρίζει εκλογές, για να υλοποιηθεί τον Ιούνιο του 2019 (δεν είναι δυνατόν νωρίτερα) πρέπει να περάσει από σαράντα κύματα. Το θέμα είναι φλέγον για την κοινωνία, καθώς πριν από τα μνημόνια ο κατώτατος μισθός αφορούσε το 10% των εργαζoμένων, ενώ σήμερα με μισθό έως 600 ευρώ αμείβεται ένας στους τρεις εργαζομένους (33,65%)


Με… αναπνευστήρα θα μπορέσουν να ανασάνουν και οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μετά το τέλος του μεσοπρόθεσμου προγράμματος στις 20 Αυγούστου 2018, αφού πρέπει να ξεπεραστούν πολλά εμπόδια. Δεν έχει περάσει ένας χρόνος από την εποχή που η εκπρόσωπος του ΔΝΤ Ντέλια Βελκουλέσκου απέκρουε με εμμονή την επαναφορά των διαπραγματεύσεων, ενώ και ο ΣΕΒ επισημαίνει ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να επανέλθει, με τη λήξη του προγράμματος το 2018, το καθεστώς που ίσχυε πριν από την κρίση. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν θα επανέλθουν αυτόματα αλλά θα χρειαστεί νομοθετική ρύθμιση. Αυτή, όμως, θα έχει τη βούλα των δανειστών, καθώς όλα θα περνούν από την έγκρισή τους κατά την τριετή περίοδο εποπτείας που θα ακολουθήσει μετά την έξοδο από το μνημόνιο, αναφέρει το newmoney.

Αλλά στην πράξη, είναι δύσκολο να ανασυσταθεί η αγορά εργασίας, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε αποδιοργάνωση επί μία 5ετία, από το 2012, όταν εν μια νυκτί καταργήθηκαν οι κλαδικές συμβάσεις και ο κατώτατος μισθός μειώθηκε από τα 751 στα 586 ευρώ τον μήνα (510 ευρώ για τους νέους).

Σήμερα η αγορά εργασίας εμφανίζει εικόνα διάλυσης. Κυριαρχούν οι επιχειρησιακές και οι ατομικές συμβάσεις, οι αμοιβές των 360 ευρώ, οι ανασφάλιστοι ωρομίσθιοι, ενώ την ίδια ώρα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν συρρικνωθεί και οι εργοδότες έχουν αποχωρήσει από τις οργανώσεις τους. Ειδικότερα, το προφίλ του εργαζομένου που κατόρθωσε να προσληφθεί σε κάποια δουλειά το τελευταίο 7μηνο είναι νέος που ασφαλίζεται για 4 ώρες ενώ δουλεύει 8ωρο σε εποχικές δουλειές, όπως σερβιτόρος, τραπεζοκόμος, μπάρμαν και συσκευαστής φρούτων, με αμοιβή 412,05 ευρώ μεικτά τον μήνα. Ομως, εκτός από τις ευέλικτες μορφές εργασίας που συμπιέζουν τις αμοιβές ακόμα και στα 100 ευρώ τον μήνα, οι μισθοί των Ελλήνων εργαζομένων εξακολουθούν να συρρικνώνονται μέσω της υπογραφής επιχειρησιακών συμβάσεων. Υπολογίζεται ότι 8-9 στους 10 μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα απασχολούνται πλέον με ατομικές ή επιχειρησιακές συμβάσεις. Από την πλευρά τους, οι εργοδοτικοί φορείς κινούνται σε διαφορετικό μήκος κύματος. Ο ΣΕΒ αποκρούει ευθέως το ενδεχόμενο η αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού να επιστρέψει στους κοινωνικούς εταίρους και τάσσεται υπέρ των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, τονίζοντας ότι έτσι εξασφαλίζεται η επιβίωση πολλών επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας. Οπως αναφέρουν χαρακτηριστικά στελέχη του συνδέσμου: «Ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι η παλινδρόμηση, με τη λήξη του προγράμματος το 2018, στο καθεστώς που ίσχυε πριν από την κρίση. Το παλαιό καθεστώς ήταν ένας από τους τρεις κύριους λόγους για τους οποίους μας απέφευγαν οι μεγάλοι επενδυτές του εξωτερικού. Οποιαδήποτε αναδιανομή χωρίς αύξηση του παραγόμενου εισοδήματος και της παραγωγικότητας θα είναι ατελέσφορη».

Αντίθετα, ΓΣΕΒΕΕ και ΕΣΕΕ επιμένουν ότι ο μισθός πρέπει να καθορίζεται από τους κοινωνικούς εταίρους και ότι πρέπει να επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Πάγια θέση της ΓΣΕΕ είναι η επαναφορά των διαπραγματεύσεων με τους εργοδότες και η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Οπως τονίζουν στελέχη της συνομοσπονδίας, η απότομη μείωση των μισθών και η εσωτερική υποτίμηση είχε μηδαμινό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Με τον μνημονιακό νόμο 4093/2012 ο κατώτατος μισθός δεν αποφασίζεται πλέον από τους κοινωνικούς εταίρους αλλά αποκλειστικά από το κράτος μέσω ειδικού μηχανισμού.

Οπως τονίζει ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος, ο κατώτατος μισθός θα μπορούσε να αυξηθεί μετά τη λήξη του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής (μετά τον Αύγουστο του 2018), αλλά υπό προϋποθέσεις. Ας δούμε ποιες είναι αυτές και τι διαδικασία πρέπει να ακολουθηθεί.

«1. Με τον νόμο 4172/2013 (Αρθρο 103) προβλέπεται συγκεκριμένη διαδικασία επανακαθορισμού έπειτα από διαβούλευση, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και των μισθών.

2. Η διαβούλευση διεξάγεται μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της κυβέρνησης με την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη εξειδικευμένων επιστημονικών φορέων και εμπειρογνωμόνων. Τη διαδικασία συντονίζει ειδική επιτροπή αποτελούμενη από τον πρόεδρο του ΟΜΕΔ, ως πρόεδρο, ένα πρόσωπο κύρους ως εκπρόσωπο του υπουργού Οικονομικών και ένα πρόσωπο κύρους ως εκπρόσωπο του υπουργού Εργασίας.

Τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν είναι τα εξής:

– Εως την 31η Μαρτίου του 2019 θα πρέπει να συνταχθεί έκθεση.

– Μέχρι την 30ή Απριλίου πρέπει να υποβληθούν προτάσεις και υπομνήματα.

– Μέχρι την 31η Μαΐου να υποβληθεί Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης σχετικά με τις δυνατότητες προσαρμογής του νομοθετημένου κατώτατου μισθού.

Εντός του τελευταίου δεκαπενθημέρου του Ιουνίου ο υπουργός Εργασίας πρέπει να εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο τον κατώτατο μισθό υπαλλήλων και το κατώτατο ημερομίσθιο των εργατοτεχνιτών λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμα διαβούλευσης. Αυτά προβλέπει το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Εκτός και αν η κυβέρνηση το καταργήσει και νομοθετήσει η ίδια τη σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού», καταλήγει ο κ. Καρούζος.

Η Επιτροπή Σοφών για τις αλλαγές στα Εργασιακά είχε προτείνει στο πόρισμά της ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται από το 2018 στο πλαίσιο ελεύθερων διαπραγματεύσεων από τους κοινωνικούς εταίρους. Ωστόσο είχε τονίσει ότι τη διαδικασία πρέπει να εποπτεύει συμβουλευτική επιτροπή η οποία θα καθορίζει σε ποιο εύρος τιμών θα κινείται η διαβούλευση ανάλογα με την κατάσταση της οικονομίας, την ανεργία και την ανταγωνιστικότητα. Στόχος είναι να μη βγαίνουν εκτός ορίων τα αιτήματα των συνδικάτων.

Το ΔΝΤ στην έκθεσή του αναφέρει ότι ο κατώτατος μισθός που θα ορίζεται μέσω του μηχανισμού θα είναι ένα ενιαίο ποσοστό (will be a single rate), απογυμνωμένο από προσαυξήσεις οι οποίες, όπως υποστηρίζει, δημιουργούν εμπόδια στην απορρόφηση της ανεργίας. Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό ελλοχεύει ο κίνδυνος να τεθεί θέμα κατάργησης των τριετιών, που με βάση το μνημόνιο θα παραμείνουν παγωμένες τουλάχιστον για 10 χρόνια – έως το 2022, μέχρι να πέσει η ανεργία κάτω από το 10%. Τον Μάρτιο του 2017 η ΓΣΕΕ και οι εργοδοτικοί φορείς υπέγραψαν Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας η οποία δεν έχει το δικαίωμα να ορίσει κατώτατο μισθό, διασώζει όμως τις τριετίες, το επίδομα γάμου, τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, το επίδομα αδείας, τις αποζημιώσεις εργατοτεχνιτών και τα μέτρα προστασίας για τη μητρότητα και την πατρότητα.

Σε 20 από τις 27 χώρες της Ευρώπης ο κατώτατος μισθός καθορίζεται από την κυβέρνηση έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους (ενδεικτικά, Γαλλία, Βουλγαρία, Ιρλανδία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ισπανία και Τσεχία).

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την επαναφορά των συμβάσεων

Στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων για τα Εργασιακά, ο κ. Γιώργος Κατρούγκαλος και στη συνέχεια η κυρία Εφη Αχτσιόγλου είχαν κρατήσει ψηλά τη σημαία της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων προκαλώντας τη μήνη της κυρίας Βελκουλέσκου. Η εκπρόσωπος του ΔΝΤ τους θύμιζε ότι είχαν συμφωνήσει πως δεν θα επέστρεφαν στις πρακτικές του παρελθόντος, οι οποίες είχαν χαρακτηριστικά στρέβλωσης και κορπορατισμού. Αντίθετα, οι θεσμοί επέμειναν στην υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων, οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα απόκλισης από τις όποιες κλαδικές. Αυτό μεταφράζεται ως ευελιξία για περαιτέρω μείωση των μισθών (wage flexibility) σε επίπεδο επιχείρησης ανάλογα με τις αντοχές και τις ανάγκες της. Οσο για την επεκτασιμότητα των συμβάσεων, σήμερα οι όροι της κλαδικής σύμβασης (των 10-15 που έχουν απομείνει) δεσμεύουν μόνο τους εργοδότες που είναι μέλη εργοδοτικών οργανώσεων. Δηλαδή ο εργοδότης που αποχωρεί από την ένωσή του δεν είναι υποχρεωμένος να τηρήσει τη συμφωνία. Τον Ιούνιο του 2017, μετά τις ανησυχίες που εξέφρασαν οι δανειστές μήπως η κυβέρνηση επαναφέρει με πλάγιο τρόπο τις συμβάσεις, με υπογραφή της κυρίας Αχτσιόγλου κατατέθηκε τροπολογία ώστε να είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι η αναστολή των διατάξεων (της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας) και η υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων θα ισχύουν έως το τέλος του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής (20/8/2018).

Απαραίτητη προϋπόθεση για να επανέλθουν οι διαπραγματεύσεις είναι να ελέγχεται με αξιόπιστο μηχανισμό η αντιπροσωπευτικότητα των οργανώσεων που θα συνάπτουν κλαδικές συμβάσεις, κάτι που δεν γίνεται σήμερα. Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να ετοιμάσει άμεσα -έως τον Μάρτιο του 2017- αυτό τον μηχανισμό, ο οποίος θα αποδεικνύει ότι η σύμβαση υπογράφεται από εργοδότες που απασχολούν το 51% των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος.

Ετσι, από τον Αύγουστο του 2018, οπότε προβλέπεται να επανέλθει (αν επανέλθει) το καθεστώς διαπραγμάτευσης των ΣΣΕ σε κλαδικό επίπεδο, θα είναι εφικτή η επέκταση των συμβάσεων που θα υπογράφονται. Το εμπόριο, πάντως, δεν αρνείται τη «λελογισμένη» αύξηση του κατώτατου και των κλαδικών μισθών.

«Αντέξαμε να πληρώνουμε δώρα και επιδόματα. Θα αντέξουμε μια αύξηση σε λογικά πλαίσια που θα ζεστάνει την αγορά», επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης και συνεχίζει: «Δεν το βλέπουμε φοβικά. Αντίθετα, έπρεπε ήδη να είχε ξεκινήσει μια σταδιακή αύξηση μισθών σε βάθος τριετίας. Η κυβέρνηση δεν πρέπει να καθυστερήσει. Να έχει κάτι ο κόσμος να περιμένει». Η κυρία Αχτσιόγλου έχει ξεκαθαρίσει ότι «στόχος δεν είναι η επαναφορά στην προ κρίσης κατάσταση, αλλά ένα νέο μοντέλο με επαναστατικές και ριζοσπαστικές παρεμβάσεις υπέρ αυτών που δεν έχουν φωνή, δηλαδή των νέων, των μεταναστών και των επισφαλών εργαζομένων».