28 Οκτωβρίου 2012

Την κλήση σε απολογία του Παπαδήμου ζητά ο Γ. Μιχελάκης

Την ευθεία εμπλοκή Παπαδήμου στην κατάρρευση της οικονομίας με τη διαρκή άρνηση του να «κουρευτεί» το ελληνικό δημόσιο χρέος την περίοδο Ιανουαρίου 2010 έως και την εφαρμογή του PSI αναδεικνύει ο Γιάννης Μιχελάκης ζητώντας δημοσίως την κλήση σε απολογία του πρώην μεταβατικού πρωθυπουργού.

Όπως εξηγεί με άρθρο του στην Real,το οποίο προκαλεί έντονες συζητήσεις από χθες, ο Παπαδήμος παρέμενε πολέμιος της αναδιάρθρωσης παρότι ήταν η μόνη βιώσιμη λύση καθώς από τις αρχές του 2010 μέχρι την Άνοιξη του 2011 οι ξένες τράπεζες - σύμφωνα με τα στοιχεία που κατέθεσε στη Βουλή το υπουργείο Οικονομικών - ξεφορτώθηκαν ελληνικά ομόλογα 110 δις ευρώ, ενώ οι ελληνικές και τα Ασφαλιστικά Ταμεία φορτώθηκαν επιπλέον 30 δις. Από τα 145 δις ευρώ, που κατείχαν οι ξένες τράπεζες στα τέλη του 2009, έμειναν με μόλις 35 δις στις αρχές του 2012.

Και από τα 56,9 δις, που κατείχαν οι ελληνικές τράπεζες και τα Ασφαλιστικά Ταμεία έφτασαν στα 86,2 δις ευρώ. Είχε, ήδη, μεσολαβήσει η αγορά ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, τις ελληνικές τράπεζες και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, αλλά και η μεταφορά, μέσω της δανειακής σύμβασης, ελληνικού χρέους στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.

Μεταφέρονταν, μάλιστα, όλα αυτά τα χρέη στο ακέραιο, όταν την ίδια στιγμή, στη δευτερογενή αγορά, τα ελληνικά ομόλογα πωλούνταν στο μισό της αξίας τους!

Μέχρι και ένα μήνα πριν την ανάληψη της πρωθυπουργίας με άρθρο του τότε στο κυριακάτικο ΒΗΜΑ ο Παπαδήμος έλεγε «Όχι» στο «κούρεμα» , θέση την οποία είχε αναδείξει το parapolitika.gr μόλις τον διόρισαν και μάλιστα τότε γράφαμε συνεχώς ότι φέρει τεράστιες ευθύνες και παίζει πολύ περίεργο παιχνίδι γιατί ξαφνικά από εκεί δεν ήθελε την αναδιάρθρωση, τελικά την εφάρμοσε ως επικεφαλής της κυβέρνησης.

Το άρθρο του Μιχελάκη με τίτλο «Χρέος: Το έγκλημα, χωρίς τιμωρία, του χθες και η βιωσιμότητα του αύριο» έχει ως εξής :



« Είναι αυτονόητο πως όσο η Ελλάδα δεν έχει βιώσιμο χρέος θα κινδυνεύει με χρεοκοπία και θα βιώνει κλίμα ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Θα είναι δύσκολο να παραμείνουν οι υπάρχουσες επενδύσεις και απίθανο να έλθουν καινούριες. Κανένας επενδυτής δεν φέρνει τα ευρώ του εάν κινδυνεύει να εισπράττει σε δραχμές.

Κι ούτε, βέβαια, μπορεί να προχωρήσουν, με την ταχύτητα που θέλουμε και την αξία που έχουν, οι όποιες αποκρατικοποιήσεις. Είναι, γι’ αυτό, αναγκαία μια ολιστική επανεξέταση του ελληνικού προβλήματος, με αρχή την οριστική διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους. Θα αρκούσε, μάλιστα, να συμφωνηθούν συγκεκριμένες λύσεις, ακόμη κι αν έμπαινε η εφαρμογή τους σε ένα μελλοντικό, αλλά σαφώς προσδιορισμένο, χρονικό ορίζοντα.

Το ζήτημα επανήλθε στην ατζέντα με την επισήμανση του ΔΝΤ ότι το ελληνικό χρέος θα ξεπεράσει το 181% του ΑΕΠ το 2013, θα φτάσει κοντά στο 153% το 2017, δεν πρόκειται να μειωθεί στο 120% κατά το 2020 και δεν είναι, κατ’ επέκταση, βιώσιμο.

Άρχισαν, έτσι, να εξετάζονται διάφορα σενάρια, ανάμεσα στα οποία το κούρεμα των ομολόγων που κατέχει ο δημόσιος τομέας (ενδεχόμενο που δεν γίνεται δεκτό από τα κοινοβούλια των δανειστών), η παράταση της περιόδου για τη συρρίκνωση του χρέους στο 120%, (που μοιάζει με προσχηματική διαιώνιση του γύψου) και η επαναγορά χρέους από τη δευτερογενή αγορά (που θα έφερνε ένα σημαντικό όφελος, καθώς με 10 δις θα μπορούσε να αγοραστεί πενταπλάσιο χρέος).

Το ΔΝΤ εγείρει, πράγματι, ένα σοβαρότατο ζήτημα. Αναδεικνύει, όμως, ταυτόχρονα – και για άλλη μια φορά - τόσο την αναξιοπιστία των προγραμμάτων που επιβλήθηκαν με τη δική του σύμπραξη, όσο και το έγκλημα που διαπράχθηκε σε ό,τι αφορά τους έως τώρα χειρισμούς.

Είναι, άλλωστε, προφανές πως εάν η επαναγορά χρέους τη στιγμή αυτή θα βελτίωνε τη βιωσιμότητά του, η ίδια μεθόδευση, το 2010, θα έδινε οριστική λύση. Και αυτό διότι τώρα ο ιδιωτικός τομέας κατέχει ομόλογα που μόλις ξεπερνούν τα 60 δις, ενώ τότε κατείχε το σύνολο του χρέους, ύψους 300 δις ευρώ.

Εάν, δηλαδή, γινόταν επαναγορά του χρέους προτού αρχίσει η μεταφορά του στο ΔΝΤ, την ΕΚΤ και τα κράτη της Ευρωζώνης, θα είχε ήδη εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του.

Όπως θα εξασφαλιζόταν και εάν, στην ίδια εκείνη περίοδο, γινόταν το PSI. Ακόμη και κατά 30% εάν κουρευόταν στα μέσα του 2010, όταν βρισκόταν ολόκληρο στα χέρια του ιδιωτικού τομέα, θα είχε περιοριστεί στα 200 δις, θα έπεφτε κάτω από το 100% του ΑΕΠ και θα ήταν απολύτως διαχειρίσιμο.

Η χώρα θα απαλλασσόταν, όχι μόνο από τον κίνδυνο χρεοκοπίας, αλλά και από τα υψηλά επιτόκια που φουσκώνουν δραματικά το έλλειμμα.

Ενάμισι χρόνο από τότε φαίνεται ξεκάθαρα ότι η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε μέσα από τα χέρια μας. Είναι, άλλωστε, καλά γνωστό ότι, από τις αρχές του 2010, είχαν γίνει συγκεκριμένες εισηγήσεις για άμεσο κούρεμα του χρέους, τόσο από τον επικεφαλής του ΔΝΤ Στρος Καν, όσο και από Γάλλους συμβούλους της κυβέρνησης.

Φαίνεται, μάλιστα, πως κορυφώθηκαν τον Οκτώβριο του 2010, όταν ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θ. Πάγκαλος αποκάλυπτε πως ‘’μπορεί να το επιδιώξουμε ή να μας προταθεί και να μη μας συμφέρει να το αποτρέψουμε’’.

Ο ίδιος, όμως, ο Γ. Παπανδρέου απέκλειε, τότε, ένα τέτοιο ενδεχόμενο, υποστηρίζοντας πως ελληνικές, ‘’αλλά και γερμανικές τράπεζες θα μπορούσαν να καταρρεύσουν’’.

Επηρεαζόταν, τόσο από την ΕΚΤ και τη Γερμανία, όσο και από εγχώριους συμβούλους, όπως ο Λουκάς Παπαδήμος, που παρέμεινε πολέμιος της αναδιάρθρωσης, ως την ώρα, που ανέλαβε την πρωθυπουργία για να την υλοποιήσει!! Ακόμη και ένα μήνα νωρίτερα αρθρογραφούσε εναντίον του κουρέματος και υπέρ των τραπεζών.

Ενώ ως αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, έως και τα μέσα του 2010, συμμετείχε στη διαμόρφωση αποφάσεων που αντιμάχονταν τη μόνη ριζική λύση. Και, για όλα αυτά, οφείλει, κάποια στιγμή, να δώσει εξηγήσεις.

Σ’ εκείνο ακριβώς το διάστημα, από τον Ιανουάριο του 2010 έως και την εφαρμογή του PSI, οι ξένες τράπεζες - σύμφωνα με τα στοιχεία που κατέθεσε στη Βουλή το υπουργείο Οικονομικών - ξεφορτώθηκαν ελληνικά ομόλογα 110 δις ευρώ, ενώ οι ελληνικές και τα Ασφαλιστικά Ταμεία φορτώθηκαν επιπλέον 30 δις. Από τα 145 δις ευρώ, που κατείχαν οι ξένες τράπεζες στα τέλη του 2009, έμειναν με μόλις 35 δις στις αρχές του 2012.

Και από τα 56,9 δις, που κατείχαν οι ελληνικές τράπεζες και τα Ασφαλιστικά Ταμεία έφτασαν στα 86,2 δις ευρώ. Είχε, ήδη, μεσολαβήσει η αγορά ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, τις ελληνικές τράπεζες και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, αλλά και η μεταφορά, μέσω της δανειακής σύμβασης, ελληνικού χρέους στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Μεταφέρονταν, μάλιστα, όλα αυτά τα χρέη στο ακέραιο, όταν την ίδια στιγμή, στη δευτερογενή αγορά, τα ελληνικά ομόλογα πωλούνταν στο μισό της αξίας τους.

Έτσι, όταν έγινε το PSI, οι ξένες τράπεζες είχαν ξεφορτωθεί τα πιο πολλά ελληνικά ομολόγα, οι ελληνικές είχαν φορτωθεί ακόμη περισσότερα και ένα μεγάλο μέρος του χρέους δεν μπορούσε να κουρευτεί καθώς είχε περάσει στο Μηχανισμό Στήριξης.

Ταυτόχρονα, η Ελλάδα αναγκαζόταν να δανειστεί περίπου 50 δις για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, γεγονός που εξανέμιζε το μισό από το όφελος του κουρέματος, ενώ τα Ασφαλιστικά Ταμεία έχαναν περίπου 10 δις και χιλιάδες Έλληνες ομολογιούχοι έχαναν περιουσίες μιας ζωής.

Σήμερα, μόλις έξι μήνες από τότε, απαιτείται νέα λύση. Τα πράγματα, ωστόσο, είναι πολύ πιο δύσκολα και τα περιθώρια ασφυκτικά. Και δεν απομένει παρά να παλέψουμε ώσπου να κάνουμε το ευκταίο, εφικτό. Αυτή, στο κάτω- κάτω της γραφής, είναι και η αποστολή της πολιτικής. Και η αποστολή αυτή, δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, παρά μόνο με αποκατάσταση της αξιοπιστίας και διασφάλιση της παρουσίας μας στο ευρώ».